- ἁρμόττειν
- ἁρμόζωfit togetherpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουφότητα — η (Α κουφότης ητος) [κούφος (Ι)] 1. έλλειψη βάρους («τῶν δὴ τόξων και τοξευμάτων ἡ κουφότης ἁρμόττειν δοκεῑ», Πλάτ.) 2. μτφ. κουφόνοια, επιπολαιότητα, απερισκεψία αρχ. 1. ευκινησία, γρηγοράδα 2. ευπεψία 3. (για ύφος) ελαφρότητα 4. ανακούφιση… … Dictionary of Greek